Δεν μας μαύρισαν, αλλά μας ζέσταναν την ψυχή οι «Λουόμενοι» της Εύας Στεφανή, ένα ντοκιμαντέρ του 2008 που προβλήθηκε προχθές στο «Doc on air» (ΕΤ1). Η ταινία, ένα οδοιπορικό σε αρκετές ελληνικές λουτροπόλεις, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις εφήμερες κοινότητες των ηλικιωμένων επισκεπτών τους. Εδώ πρωταγωνιστεί η (προσωρινά) χαρούμενη τρίτη ηλικία, την οποία η τηλεόραση συνήθως απεικονίζει σκυφτή, φοβισμένη, στριμωγμένη, πότε να κλαψουρίζει για το άκαρδο παρόν και πότε να νοσταλγεί το χθες.






 Ομως εδώ οι λουόμενοι ζουν για το «εδώ και το τώρα», είναι οι ζωηρούληδες, οι πεταχτούληδες, οι αισιόδοξοι και μαχητικοί συνταξιούχοι, δηλαδή ό,τι θα έπρεπε να ήταν οι άνθρωποι, γέροι και νέοι, όλο το χρόνο και όχι μόνο στις σύντομες διακοπές τους.
Η κάμερα απέφυγε την «ποιητικότητα». Το βλέμμα της Εύας Στεφανή δεν είναι μελαγχολικό και συμπονετικό, αλλά φιλικό και περίεργο, καθώς αναζητά τις σπίθες της χαράς της ζωής που ξεπετάγονται μέσα σε ένα περιβάλλον που για άλλους θα ήταν συνώνυμο της φθοράς και της μιζέριας.
Θερμές πολιτικές συζητήσεις στην υπαίθρια και ανδροκρατούμενη «Μικρή Βουλή της Αιδηψού» λίγο πριν από τις εκλογές του 2007. Πάθος, καρπαζιές, «ήρθαν τα κανάλια και μας παίρνουν».
«Γυμνισμός, γυμνισμός!» λέει πρόσχαρα μια κυρία στα λασπόλουτρα της Καβάλας. Μαύρα, πασαλειμμένα κεφαλάκια εξέχουν από τη μαύρη λιμνούλα και οι κυρίες ψέλνουν θρησκευτικούς ύμνους αλλά και τραγουδούν δημοτικά. Δεν ντρέπονται για τη γύμνια τους, αφού εδώ το σώμα υπερβαίνει το όμορφο και το άσχημο, είναι σαν τοπίο με κοιλάδες, πτυχώσεις, ραχούλες και βουνοπλαγιές και διάσελα. Τρίβουν οι λουόμενες με λάσπη το λαιμό, τα στήθη, τις κοιλίτσες τους, τα μπράτσα που θυμίζουν μεγάλα καρβέλια, ενώ η κάμερα ακολουθεί την κίνηση του ανθρώπινου σώματος.
Οπως οι μαθητές στην «πενταήμερη», έτσι και οι λουόμενοι είναι αποφασισμένοι να περάσουν όμορφα. Τραγούδια, σεξουαλικά υπονοούμενα, νάζια, αυτοσαρκασμός. Αυτοαποκαλούνται «δελφινάκια», «κοριτσάκια», «παιδάκια», δηλώνουν ότι θέλουν «αγάπη, γλέντι και χορό». Π.χ., μια κυρία, στον Καϊάφα, ζητάει από έναν συμπαραθεριστή της να της ξεκρεμάσει την κουρτίνα από την πόρτα. Εκείνος είναι αδέξιος. «Δυο μέτρα άντρας κι είναι άχρηστος!» τον πειράζει. «Μ’ έχεις δοκιμάσει;» της απαντά.
Δεν υπάρχει αφηγητής, μόνο τα λόγια των ίδιων των λουόμενων. Με απλότητα, χωρίς ίχνος συγκατάβασης ή γραφικότητας, απεικονίζονται όχι μόνον τα έμψυχα πλάσματα, αλλά και τα άψυχα, όπως είναι η ρόμπα και η πετσέτα που στεγνώνουν στο σχοινί της μπουγάδας, η ανοξείδωτη κατσαρόλα πάνω στο γκαζάκι, οι πλαστικές καρέκλες, το ράντζο για έναν σύντομο μεσημεριανό υπνάκο στο ύπαιθρο.
Αν ήμουν σκηνοθέτρια, θα ζήλευα τη σκηνή του τέλους, με ένα θαλερό γυμνόστηθο γεροντάκι που κάνει γυμναστική και μια όμορφη ηλικιωμένη λουόμενη που μας αποχαιρετά κουνώντας με χάρη τα χέρια της.
Αντίο, παιδιά, venceremos!

0 Responses to "Xαρούμενοι λουόμενοι (3/8/2010)"

Δημοσίευση σχολίου