11:51 μ.μ.
Στην
αρχή, πολλοί άρχισαν να βλέπουν την τουρκική σειρά «Χίλιες και μια νύχτες» από
περιέργεια. Υστερα όμως κόλλησαν.
Βρισκόμαστε
σε μια όμορφη μικρή παραθαλάσσια πόλη της Πελοποννήσου, μια καλοκαιρινή νύχτα, σε
μια φωταγωγημένη μονοκατοικία. Δευτέρα, 26 Ιουλίου, γιορτή της Αγίας
Παρασκευής. Εδώ έχουμε γιορτη γιατί η οικοδέσποινα λέγεται Βιβή. Κόσμος πολύς,
χαρούμενη διάθεση, μουσαφιραίοι από την Αθήνα. Μόνο μια κυρία, αδελφή και
φιλοξενούμενη της εορτάζουσας, δεν πίνει, δεν χορεύει, μόνο κοιτάζει την ώρα
στο κινητό της. Οχι από πένθος ή παρεξήγηση, αλλά επειδή κάτι περιμένει. Η θεία δεν αντέχει, αφήνει το φαγητό της στη μέση,
σηκώνεται και σκουντάει μια συνομήλική της κυρία: «Πάμε, συμπεθέρα!» της λέει αποφασιστικά.
Πού
πάνε οι δύο κυρίες; Eγκαταλείπουν το τραπέζι, που είναι στρωμένο στην αυλή, και
χώνονται στο σπίτι για να δουν το τουρκικό σίριαλ «Χίλιες και μια νύχτες». Για
μιάμιση περίπου ώρα (τόσο διαρκεί κάθε επεισόδιο!) είναι άφαντες, μόνο στα
διαφημιστικά διαλείμματα ξεπροβάλλουν για λίγο, ρωτούν πώς τα περνούν οι άλλοι,
χαμογελούν, «και του χρόνου να ‘μαστε καλά να ξανασμίξουμε», δίνουν συμβουλές,
«μην πιεις πολύ, Παναγιώτη». Υστερα χάνονται ξανά, καθώς ξαναρχίζουν τα
καρδιοχτύπια, όχι μόνο στον Βόσπορο, αλλά και στα Πατήσια, στη Θεσσαλία, στον
κόλπο της Κυπαρισσίας.
«Ποια
είναι η Σεχραζάτ, ποιος είναι ο Ονούρ;» ρωτούν πολλοί που δεν έχουν
δει αυτό το καθημερινό σίριαλ του ΑΝΤ1. Οι «Χίλιες και μια νύχτες» είναι ένα σύγχρονο φωτορομάντζο που οι
χαρακτήρες του είναι μέλη της μεγαλοαστικής τάξης της Κωνσταντινούπολης, αλλά
και μεσαίοι και φτωχοί άνθρωποι που βρέθηκαν, λόγω αισθήματος ή επαγγέλματος,
στις παρυφές αυτής της τάξης. Οπως κάποτε εδώ μιλούσαμε για «δυνατή Ελλάδα»,
έτσι η σειρά αυτή πλάθει και προβάλλει μια «δυνατή Τουρκία», κοσμοπολίτικη,
πολιτισμένη, έτοιμη όχι μόνο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και για την
οικονομική, επιχειρηματική της επέκταση στα Βαλκάνια, στην Κεντρική Ασία και
στον αραβικό κόσμο. Δεν αποσιωπώνται τα «βαρίδια» του παρελθόντος και τα μεγάλα
κοινωνικά προβλήματα (π.χ., αυθαίρετη δόμηση, ενδοοικογενειακή βία), όμως το
βλέμμα είναι αισιόδοξο, στραμμένο προς το μέλλον. Γλυκερή, αλλά καλογυρισμένη,
η σειρά αυτή ακολουθεί με επιτυχία όλες τις συνταγές του μελοδράματος και της
μοντέρνας σαπουνόπερας.
Στην
αρχή, πολλοί άρχισαν να βλέπουν αυτή τη σειρά από περιέργεια. Πώς ζουν οι
γείτονές μας, πώς είναι τα σπίτια τους, οι οικογένειές τους, oι συνήθειές τους; Κάποιοι
βαρέθηκαν, λιγώθηκαν από τα σιροπάτα βλέμματα και αισθήματα, όμως πολλοί (πάνω
από ένα εκατομμύριο καλοκαιριάτικα!) κόλλησαν, όπως οι δύο κυρίες στην
Πελοπόννησο. Ενα κόλλημα τόσο γερό που οδηγεί ακόμα και στην εγκατάλειψη
παραδοσιακών αξιών, όπως είναι το γιορταστικό τραπέζι. Σε τι διαφέρει η
ηλικιωμένη κυρία που βιδώνεται μπροστά στην τηλεόραση από τον «κακομαθημένο» έφηβο που δεν βγαίνει από το
δωμάτιό του και ξημεροβραδιάζεται μπροστά στο κομπιούτερ, ενώ οι γονείς του τον
θερμοπαρακαλούν “έλα να πεις μια καλησπέρα στον θείο”; Και δεν είναι οι μόνες.
Πολλά
έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί για την επίδραση της τηλεόρασης στα παιδιά και
στους εφήβους, όμως και οι μεγάλες ηλικίες δεν είναι απρόσβλητες –και δεν εννοώ
την πολιτική, την ιδεολογική επίδραση. H ανάγκη για φυγή δεν γνωρίζει ηλικιακά σύνορα
–και όσο πιο γκρίζα και καταθλιπτική είναι η πραγματική ζωή, τόσο εντονότερη
είναι η διάθεση να της γυρίσουμε την πλάτη. Οι «Χίλιες και μια νύχτες» είναι ένα βολικό αγχολυτικό, ένα ηρεμιστικό
χάπι για δύσκολους καιρούς. Πάμε, συμπεθέρα, λοιπόν!
0 Responses to "«Πάμε, συμπεθέρα!» (22-8-2010)"
Δημοσίευση σχολίου