Με χρηματικό πρόστιμο απειλεί ο δήμαρχος της Βερόνας όσους δίνουν φαγητό στους άστεγους που ζουν στο ιστορικό κέντρο της πόλης και τους οποίους χαρακτηρίζει «υγειονομικό και περιβαλλοντικό κίνδυνο». Ζήλεψε ο άνθρωπος τη δόξα του Λοβέρδου, που είχε χαρακτηρίσει «υγειονομική βόμβα» τις οροθετικές γυναίκες και τόσο αναίσχυντα τις είχε διαπομπεύσει.



Μπορείτε να φανταστείτε τον Χίτλερ να χορηγεί υποτροφίες σε ορφανά παιδιά που ο πατέρας τους εκτελέστηκε στη σφαγή των Καλαβρύτων; Ή να τους στέλνει  πασχαλινή λαμπάδα και σοκολατένια λαγουδάκια; «Δεν είμαστε κτήνη, όπως λένε εκείνοι που δε θέλουν να δουν τη Γερμανία να προκόβει. Έχουμε κι εμείς αισθήματα. Κι εμείς πονάμε με τον πόνο του ελληνικού λαού. Η Κατοχή είναι πικρή, αλλά ήταν αναγκαία».


Μιλώντας για τους χιλιάδες κατάδικους, εξόριστους στο ρωσικό νησί Σαχαλίνη, στην Άπω Ανατολή, ο Τσέχοφ γράφει: «Τους οδηγήσαμε εκεί αλυσοδεμένους, τους διαφθείραμε [...] βοηθήσαμε να πληθύνουν οι εγκληματίες και όλα αυτά τα κακουργήματα τ’ αποδίδαμε στους δεσμοφύλακες με τις κόκκινες μύτες. Μα [...] δε φταίνε οι δεσμοφύλακες, φταίμε όλοι μας, κι όμως μια δεκάρα δε δίνουμε [...] Και η πολυθρύλητη δεκαετία του ’60 τίποτα δεν έκανε για τους αρρώστους και τους φυλακισμένους, παραβιάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την πιο σπουδαία υποθήκη του χριστιανικού πολιτισμού. Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι για τους ασθενείς κάτι γίνεται, αλλά για τους φυλακισμένους τίποτα απολύτως» (Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Περισσότερη ελευθερία: Ο Τσέχωφ, σελ. 159).



«[Εγώ και ο Αντώνης Σαμαράς] δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά δαυλοί αναμμένοι στο βωμό της πατρίδα μας. Oύτε πολιτικοί ούτε κάτι άλλο. Δαυλοί αναμμένοι στο βωμό της πατρίδας μας. Αυτό είμαστε». Αυτό δήλωσε ο Μπαλτάκος στο ραδιόφωνο μετά την παραίτησή του. Με περισσή σεμνότητα, εννοώντας ίσως δαυλοί φλεγόμενοι αλλά μη καιόμενοι, όπως η γνωστή βάτος της Παλαιάς Διαθήκης. (Προς το παρόν αυτός που καίγεται είναι ο λαός, ο εργαζόμενος και μη, ενώ παρανάλωμα του πυρός της ανεργίας γίνεται η νεολαία.)