ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Κάποτε όλη η Ελλάδα έβλεπε Δυναστεία  και τις ώρες προβολής της οι υπάλληλοι εγκατέλειπαν το γκισέ, οι νοικοκυράς την κατσαρόλα και οι δρόμοι ερήμωναν. Μάλιστα, ο λαϊκός θρύλος λέει ότι τότε εγκαταστάθηκε δορυφορικό πιάτο στη βίλα στο Καστρί (στην παλιά, όχι στη ροζ), ώστε η Μαργαρίτα να βλέπει απευθείας τα επεισόδια από το δορυφορικό κανάλι. Αυτά συνέβαιναν στην προ ιδιωτικής τηλεόρασης, προ Δήμητρας, προ κάθαρσης εποχή.
         Από τότε πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι. Η μονοκρατορία των κρατικών καναλιών ανήκει πια στο πάρελθεν. Στη ζώνη του «πράιμ τάιμ» προβάλλονται, στη φετινή σεζόν, 29 ελληνικά σίριαλ, ενώ πέρυσι τέτόια εποχή βλέπαμε 16. Ο πλουραλισμός και ο πληθωρισμός των ελληνικών σίριαλ θα κόπρους να θεωρηθεί ενθαρρυντικό φαινόμενο αν δεν υπήρχαν ένα σωρό «αλλά», τα οποία θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι με την πληθώρα των ελληνικών παραγωγών καταπολεμάται η μεγάλη ανεργία που πλήττει τον κλάδο των ηθοποιών, αλλά αρκετές φορές ο ίδιος ηθοποιός εμφανίζεται σε περισσότερες από μία σειρές, όπως συμβαίνει, π.χ., με τον Σπύρο Παπαδόπουλο, έναν ομολογούμενως συμπαθή και ταλαντούχο καλλιτέχνη, που φέτος πρωταγωνιστεί σε δύο σίριαλ και ταυτόχρονα παρουσιάζει το τηλεπαιχνίδι «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;»
         Γενικά, οι περισσότερες κωμικές σειρές είναι για κλάματα, ενώ οι δραματικές για γέλια. Εξαιρέσεις αποτελούν το Τι ψυχή θα παραδώσεις, μωρή; (που διακόπηκε άδοξα και τώρα προβάλλεται σε επανάληψη) και το Σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς. Το πρώτο, παρ’ όλο που δεν είναι απαλλαγμένο από την υστερία που χαρακτηρίζει όλες τις κωμικές ελληνικές σειρές, έχει να επιδείξει καλούς ηθοποιούς και συχνά ευρηματικούς διαλόγους, ενώ δεν λείπει το στοιχείο του αυτοσαρκασμού και της παρωδίας των σίριαλ. Το δεύτερο είναι μια πετυχημένη προσαρμογή μιας καναδέζικης σειράς που παρουσιάζει την καθημερινότητα ενός ζευγαριού. Αν και τα περισσότερα επεισόδια δεν προχωρούν πέρα από την επιφάνεια, τουλάχιστον αυτή η επιφάνεια παρουσιάζεται με ανθρωπιά και πειστικότητα. Μολονότι η σειρά μοιάζει να εμπνέεται από τη λογική του “κόμικ στριπ”, οι συντελεστές της καταφέρνουν και δίνουν ψυχή, παλμό και υπόσταση στους δισδιάστατους ήρωες, ενώ ειδικά η Δήμητρα Παπαδοπούλου επιεβεβαιώνει ότι και μέσα από την τηλεόραση μπορεί να παραχθεί λαϊκή τέχνη.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Μια από τις πάγιες επικρίσεις κατά των καναλιών ήταν ότι πρόβαλλαν κατά κόρον τον αμερικανικό τρόπο ζωής, κυρίως μέσα από τις αμερικανικές σαπουνόπερες τύπου Ντάλς, Δυναστεία κ.λπ., δίνοντας μια παραμορφωμένη εικόνα της πραγματικότητας.
         Σήμερα οι αμερικανικές σαπουνόπερες αποτελούν πάρελθεν. Στη βραδινή ζώνη του λεγόμενου «πράιμ τάιμ», κατά την οποία παρατηρείται η υψηλότερη τηλεθέαση, προβάλλονται αποκλειστικά ελληνικές σειρές και μάλιστα πολύ περισσότερες από πέρυσι. Ταυτόχρονα, οι ενημερωτικές εκπομπές παρουσιάζονται με ιλιγγιώδη ρυθμό, όπως και τα δελτία ειδήσεων. Γερές δόσεις πολιτικής ενημέρωσης προσφέρουν και αρκετά μαγκαζίνο της πρωινής ζώνης. Θα έλεγε κανείς ότι τα κανάλια επιθυμούν να συμβάλουν στην εθνική μας αυτογνωσία και ότι αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας τα υποπροϊόντα του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού. Οι λεγόμενες τηλενουβέλες ή τηλεοπτικά φωτορομάντζα της μεσημβρινής ζώνης προέρχονται από τη Βραζιλία, το Μεξικό και την Κολόμβοα και είναι όλες μεταγλωττισμένες, προφανώς επειδή απευθύνονται σε συνταξιούχους, νοικοκυράς και παιδιά.
         Όπως δείχνουν και οι μετρήσεις της AGB, τα ελληνικά σίριαλ του πράιμ τάιμ κατέχούν τη μερίδα του λέοντος στις προτιμήσεις των τηλεθεατών. Από μια άποψη, είναι φυσικό αφού οι τηλεθεατές δεν έχουν τι άλλο καλύτερο να δουν. Και αφού τα ελληνικά σίριαλ παρέχουν ικανοποιητικά ποσοστά τηλεθέασης και προσελκύουν αρκετές διαφήμισες, τα κανάλια δεν έχουν λόγο να αγοράσουν μια ξένη σειρά που πολύ πιθανόν να πάει άπατη. Για παράδειγμα, η σειρά Σοπράνος (στην Ελλάδα προβάλλεται από το Filmnet), που παρουσιάζει τη ζωή μιας μικρής οικογένειας Ιταλών μικρομαφιόζων, έχει πάρει εγκωμιαστικές κριτικές από έγκριτες αμερικανικές και βρετανικές εφημερίδες και η οπτική της χαρακτηρίζεται «κινηματογραφική» καθώς θυμίζει ταινίες του Σκορσέζε ή του Ταραντίνο. Ωστόσο, τόσο οι Σοπράνος όσο και άλλες σύγχρονες αμερικανικές σειρές δεν αγοράζονται από τα κανάλια, προφανώς γιατί οι ελληνικές στοιχίζουν λιγότερο. Επίσης, συχνά μια ξένη σειρά συνοδεύει σαν μπόνους την αγορά των δικαιωμάτων για ένα πακέτο ξένων ταινιών (αγοράσατε 40 ταινίες, πάρτε και ένα σίριαλ). Με άλλα λόγια, θα ήταν δείγμα εθνικής μυωπίας το να ισχυριστεί κανείς πως ό,τι αμερικανικό είναι εξ ορισμού άθλιο. Η αμερικανική τηλεοπτική βιομηχανία παράγει τόνους σκουπιδιών, αλλά ταυτόχρονα γεννά και αναδεικνύει ταλέντα, όπως ταλέντα γέννησε και γεννά το βρετανικό BBC.
         Tα σύγχρονα ελληνικά σίριαλ δεν είναι χειρότερα από αυτά που βλέπαμε πριν από μια δεκαετία. Από τεχνολογική άποψη (ήχος, φωτισμός, σκηνικά) είναι σαφώς καλύτερα ενώ στο δυναμικό τους συγκαταλέγεται μια νέα φουρνιά επαρκών επαγγελματιών και ταλαντούχων σεναριογράφων και ηθοποιών. Εντούτοις, στις περισσότερες περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό, για να μη χρησιμοποιήσουμε πιο σκληρούς χαρακτηρισμούς. Τούτο οφείλεται, μεταξύ άλλων, και στο γεγονός ότι τα περισσότερα, για λόγους οικονομίας, γυρίζονται μια κι έξω, χωρίς πολλές πρόβες. Οι ηθοποιοί πηγαίνουν τα πρωί στο στούντιο, παραλαμβάνουν ένα χαρτί με τα λόγια τους, το αποστηθίζουν όπως όπως και, μέχρι το απογευματάκι, έχουν τελειώσει. Πολλοί πρωταγωνιστές των σίριαλ εμφανίζονται ταυτόχρονα σε κάποιο θέατρο (συχνά εξαργυρώνοντας στη σκηνή τη δημοτικότητα που απέκτησαν στο γυαλί) και δεν έχουν καμία διάθεση να σπαταλήσουν πολύ χρόνο στα τηλεοπτικά γυρίσματα. Όμως αυτό το άρπα-κόλα ίσχυε και για τις περισσότερες ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, καθώς και για τις περισσότερες αθηναϊκές επιθεωρήσεις. Στην αυτοβιογραφία του ο Αλέκος Σακελλάριος αναφέρει ότι τα νούμερα μιας επιθεώρησης συχνά γράφονταν λίγα εικοσιτετράωρα πριν από το ανέβασμα. Επομένως, η χρονική πίεση δεν είναι αυτό που καθορίζει την κακή ποιότητα των ελληνικών σίριαλ.
         Το πρόβλημα έγκειται στο ότι ενώ τα περισσότερα σίριαλ ασχολούνται με τη λεγόμενη ελληνική πραγματικότητα, ο θεατής έχει την αίσθηση ότι όλα αυτά δεν τον αφορούν. Μολονότι ακόμα και στα πιο «ούφο» σίριαλ διακρίνει κανείς τη συχνά αγχωτική προσπάθεια να δοθεί η αίσθηση της επικαιρότητας, το αποτέλεσμα είναι βεβιασμένο, ψεύτικο, θλιβερό. Οι αληθινοί άνθρωποι, η αληθινή ζωή είναι αλλού. Ενώ στην πραγματική ζωή ο χρόνος μάς κυνηγάει αμείλικτα, οι τηλεοπτικοί ήρωες διαθέτουν άφθονο χρόνο για τις αισθηματικές τους υποθέσεις. Ακόμα και όταν είναι στελέχη επιχειρήσεων συζητούν τα προβλήματα της καρδιάς τους με τους συναδέλφους τους στο γραφείο, με τον καφετζή, τον μπάρμπαν, τον ταξιτζή. Τα περισσότερα τηλεφωνήματα που δέχονται ή κάνουν είναι αισθηματικού χαρακτήρα, ενώ ποτέ δεν φαίνεται να ανησυχούν για απλήρωτους λογαριασμούς, για μετοχές και αμοιβαία κεφάλαια (τη στιγμή που η μισή Ελλάδα θρηνεί την πτώση της Σοφοκλέους). Aσφαλώς δεν περιμένουμε από τους τηλεοπτικούς ήρωες να ασχολούνται με τη Νέα Οικονομία και την πορεία της ενωμένης Ευρώπης, αλλά αυτοί δεν συζητούν ούτε καν για το ποδόσφαιρο! Το κύριο πρόβλημά τους είναι ότι αγαπούν κάποιον (ή κάποια) που δεν τους αγαπάει ή τους αγαπάει κάποιος τον οποίο δεν αγαπούν ή αγαπούν και αγαπιούνται αλλά κάποιος τρίτος (πρώην σύζυγος ή εραστής, πεθερά, άνθρωπος από το παρελθόν κ.λπ.) μπαίνει στη ζωή τους και περιπλέκει τα πράγματα.
         Επειδή τα εξωτερικά γυρίσματα στοιχίζουν, όλα τα δράματα εκτυλίσσονται στο καθιστικό ή σε μια «ντιζαϊνάτη» κουζίνα ή σε κάποιο γραφείο όπου υπάρχουν πολλά κομπιούτερ, αλλά καθόλου καλώδια στα οποία τόσο συχνά σκοντάφτουμε εμείς οι κοινοί θνητοί. Οι τηλεοπτικοί ήρωες ποτέ δεν περιμένουν στη στάση, ποτέ δεν παίρνουν λεωφορείο ή τρόλεϊ και, όταν οδηγούν, ποτέ δεν πέφτουν σε μποτιλιάρισμα. Αν και μερικές φορές λένε ότι δυσκολεύτηκαν να βρουν θέση να παρκάρουν (συνήθως για να δικαιολογήσουν την καθυστέρησή τους σε κάποιο ραντεβού), φαίνεται ότι στον κόσμο της τηλεόρασης το κυκλοφοριακό πρόβλημα έχει λυθεί θαυματουργά. Όταν ψωνίζουν, ποτέ δεν συναντάνε ουρά στο ταμείο του σούπερ μάρκετ, αν και ποτέ δεν βλέπουμε εργαζόμενες γυναίκες να κουβαλάνε σακούλες με τρόφιμα, ίσως επειδή τα αιθέρια τηλεοπτικά πλάσματα δεν έχουν τέτοιου είδους υλικές ανάγκες ή έχουν στο σπίτι μια μαμά ή μια Ουκρανέζα που φροντίζει για όλα. Αν και μερικές φορές λένε ότι έχουν πονοκέφαλο, ποτέ δεν αρρωσταίνουν κανονικά, ποτέ δεν έχουν ανάγκη τους γιατρούς του ΙΚΑ ή τα δημόσια νοσοκομεία, λες κι έχουν ανακαλύψει, εκτός από το μυστικό της αιώνιας νεότητας, και το μυστικό της αιώνιας υγείας.
         Το σίγουρο είναι ότι τα ελληνικά σίριαλ (με ελάχιστες εξαιρέσεις) έχουν ανακαλύψει το μυστικό της αιώνιας πλήξης. Το γεγονός ότι η πλήξη αυτή φορά τα ελληνικά χρώματα δεν είναι από μόνο του ενθαρρυντικό. Η προτίμηση στην ελληνικότητα, όπως αναφέραμε, δεν οφείλεται μόνο σε ελληνικούς λόγους ούτε αποτελεί άτυπη πρόβα ενόψει της ψηφιακής τηλεόρασης (όταν από μια συχνότητα θα εκπέμπουν ταυτόχρονα πολλά κανάλια). Αποτελεί μια αμυντική κίνηση μπροστά στον τρόμο που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση και εκφράζεται ταυτόχρονα με την άνθηση των λεγόμενων ελληνάδικων, της ελληνικής μπεστ σέλερ λογοτεχνίας, την (κατασκευασμένη αλλά υπαρκτή) δημοτικότητα του αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλο, την απογοήτευση από τα οράματα της ενωμένης Ευρώπης. Παράλληλα, η ελληνικότητα αυτή αντιγράφει τα χειρότερα στοιχεία της αμερικανικής τηλεόρασης, ενώ ελάχιστες είναι οι αναφορές της στις ελληνικές κωμωδίες του ’60 ή στις παραδόσεις της αθηναϊκής επιθεώρησης.

ΚΥΝΙΣΜΟΣ, ΝΕΥΡΩΤΙΚΗ ΥΣΤΕΡΙΑ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΙΣΜΟΣ

Σε πολλά βρετανικά σίριαλ (και πολύ σπανιότερα στα αμερικανικά) οι ήρωες ανήκουν στην εργατική τάξη, μένουν σε μια εργατική συνοικία και αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που πλήττουν μια συνηθισμένη εργαζόμενη οικογένεια. Αντίθετα, στα περισσότερα ελληνικά σίριαλ οι ήρωες κατοικούν σε ένα σύμπαν που αιωρείται ανάμεσα στο Μπέβερλι Χιλς και σε μια απροσδιόριστη συνοικία ανερχόμενων μικροαστικών στρωμάτων. Οι περισσότεροι ασκούν το επάγγελμα του δημοσιογράφου, του δικηγόρου ή του στελέχους επιχείρησης και είναι να απορεί κανείς πώς τόσο πολυάσχολοι επαγγελματίες βρίσκουν χρόνο και ασχολούνται διαρκώς και αποκλειστικά με υποθέσεις της καρδιάς χωρίς να πέφτει έξω το μαγαζί τους.
         Τα λεγόμενα σίριαλ της «συγκατοίκησης», κατά τα οποία διάφορες κωμικές καταστάσεις προκύπτουν λόγω της συνύπαρξης στον ίδιο χώρο προσώπων με διαφορετική ιδιοσυγκρασία, έχουν υποχωρήσει και εκπροσωπούνται κυρίως από το Δεν θα μου κάνετε το σπίτι... Ενισχυμένες φαίνονται οι νεανικές σειρές (Να με προσέχεις, Δέκα λεπτά κήρυγμα, Άνω κάτω) ενώ οι αστυνομικές σειρές (με εξαίρεση τον Κόκκινο κύκλο, μια ευπρεπή δουλειά του Π. Κοκκινόπουλου) είναι ανύπαρκτες. Η αλήθεια είναι ότι η βία, στην καθαρόαιμη μορφή της, είναι απούσα από τα ελληνικά σίριαλ, αλλά προφανώς το κενό αυτό το καλύπτουν επάξια τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων που μας ενημερώνουν αναλυτικά για όλα τα εγκλήματα που διαπράττονται σε όλη την ελληνική επικράτεια. Απόν επίσης είναι και το κοινωνικό περιθώριο, με εξαίρεση τη σειρά Ερασιτέχνης άνθρωπος όπου εμφανίζονται διάφορα εξωτικά πρόσωπα της νύχτας. Απόντες είναι και οι ξένοι μετανάστες, καθώς όλοι οι τηλεοπτικοί εργοδότες φαίνεται ότι προτιμούν να προσλαμβάνουν Έλληνες εργάτες αντί να εκμεταλλεύονται την ξένη εργατική δύναμη. Γενικά ο κοινωνικός περίγυρος και η επαγγελματική απασχόληση παίζουν δευτερεύοντα, διακοσμητικό ρόλο. Και σε αντίθεση με τη διαδεδομένη άποψη ότι το χρήμα κινεί τα πάντα, στο θαυμαστό κόσμο των ελληνικών σίριαλ η καρδιά φαίνεται να είναι το μόνο που κινεί τα νήματα, το μόνο που υπαγορεύει τις πράξεις των ηρώων. Η έννοια του οικονομικού, του επαγγελματικού συμφέροντος απουσιάζει παντελώς. Μόνο τα αισθήματα μετράνε, αλλά κι αυτό φαινομενικά. Ουσιαστικά, μετρά η πάρτη μας, το εγώ μας.
         Η υστερία που επικρατεί στις κωμικές σειρές και εκφράζεται είτε με τις νευρωτικές κινήσεις των ηθοποιών είτε με κατά συρροήν βωμολοχίες και βαρύγδουπες ατάκες δεν είναι παρά μια μεταμφιεσμένη σκληρότητα, έναςς πρωτοφανής κυνισμός. Οι έννοιες της αλληλεγγύης, της φιλοξενίας, της συντροφικότητας είναι άγνωστες. Όταν χτυπά το κουδούνι, οι ένοικοι δυσφορούν και αναστατώνονται –«ποιος μ... είναι πάλι;» Αναπόφευκτη είναι η σύγκριση με τις παλιές ελληνικές κωμωδίες, όταν ο Αυλωνίτης έσπευδε να περιποιηθεί τον ξένο λέγοντας «ρίξε μπόλικο καφέ, γυναίκα, λεφτά έχουμε». Σήμερα, παρ’ όλο που το εισόδημα των Ελλήνων έχει αυξηθεί, κανείς δεν λέει «βάλε άλλο ένα πιάτο στο τραπέζι» ή «κάτσε να φας μαζί μας». Το πολύ πολύ, ν’ ακουστεί το «να παραγγείλουμε μια πίτσα;» Άσε καλύτερα, δεν πεινάμε. Στον Τέλειο άντρα δύο αδελφές πότε μαλλιοτραβιούνται και πότε συμφιλιώνονται για το ποια θα κερδίσει το κορμί του γοητευτικού νοικάρη τους, ενώ στο Εσύ φταις μια υστερική κυρία και η φίλη της, η επονομαζόμενη «Γουρούνα», για κάποιους ανεξήγητους λόγους επιχειρούν να κάνουν αβίωτο το βίο του συζύγου της πρώτης. Στο Ου μοιχεύσεις η πεθερά, επίσης για ανεξήγητους λόγους, μισεί το γαμπρό της, ενώ αρκεί κανείς να δει το Sex revolution για να μισήσει και το σεξ και το αντρικό και το γυναικείο φύλο.
         Eίναι απόλυτα θεμιτή η ανάγκη του εργαζόμενου, ύστερα από μια κουραστική μέρα ή του ανθρώπου που μένει υποχρεωτικά πολλές ώρες κλεισμένος στο σπίτι να δει λίγη τηλεόραση και να γελάσει ή να συγκινηθεί, όμως, αντί γαι τη χαλάρωση, αυτό που μας προσφέρουν τα περισσότερα σίριαλ είναι η αγανάκτηση και ο εκνευρισμός. Άλλοτε πάλι βλέπουμε ένα δράμα μόνο και μόνο για να γελάσουμε, για να επιβεβαιώσουμε έμμεσα τη δική μας ευφυΐα σε σύγκριση με τις απίστευτες βλακείες που μας δείχνει το γυαλί, όμως κι αυτό το γέλιο δεν μας λυτρώνει· αντίθετα, μας αφήνει μια γεύση πικρή. Και όμως, η τηλεόραση είναι σήμερα το πιο λαϊκό μέσο ψυχαγωγίας και η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι μπορεί να έχει και τις ευτυχισμένες στιγμές της. Από την τηλεόραση ξεκίνησαν ή πέρασαν καλλιτέχνες του διαμετρήματος των Μόντι Πάιθονς ή του Γούντι Άλεν, ενώ φωτεινά τηλεοπτικά περάσματα έκαναν και δικοί μας ηθοποιοί, όπως ο Γιάννης Μπέζος, η Δήμητρα Παπαδοπούλου,ο Πάνος Χαϊκάλης, ο Λάκης Λαζόπουλος, η Άννα Παναγιωτοπούλου κ.ά. Η νέα τεχνολογία δεν είναι απαραίτητο να έχει τη γεύση του πλαστικού…

(ΠΡΙΝ, 17/12/2000)


 Έξι εκατομμύρια δραχμές πλήρωσε για ένα μπουκάλι εκλεκτού ιταλικού κρασιού ηλικίας 100 ετών ένας Ολλανδός επιχειρηματίας σε μια πρόσφατη δημοπρασία στη Ρώμη. 


Οι εργασιακές σχέσεις στα ελληνικά σίριαλ